κολλαγόνο

κολλαγόνο
Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της συνολικής ανθρώπινης πρωτεΐνης. Συναντάται σε όλους τους πολυκύτταρους οργανισμούς, αν και στα έντομα και στα καρκινοειδή έχει αντικατασταθεί από τη χιτίνη ως το κύριο στηρικτικό υλικό. Το κ. απαντάται στο δέρμα, στα οστά, στους τένοντες, στην οδοντίνη των δοντιών, στον σκληρό χιτώνα του οφθαλμού και αλλού, όπου συντίθεται κυρίως από μεσεγχυματικά κύτταρα, όπως είναι οι ινοβλάστες, οι χονδροβλάστες, οι οστεοβλάστες και οι οδοντοβλάστες. Έχουν περιγραφεί τέσσερις διαφορετικοί τύποι κ., από τους οποίους ο πιο κοινός καλείται τύπος Ι και αποτελείται από τρεις όμοιες πολυπεπτιδικές αλυσίδες, με υψηλή περιεκτικότητα στα αμινοξέα γλυκίνη και προλίνη, τα οποία επιτρέπουν το πλησίασμα των πολυπεπτιδικών αλυσίδων. Μια σοβαρή πάθηση, μάλιστα, με την ονομασία ατελής οστεογένεση, οφείλεται σε μετάλλαξη μιας γλυκίνης σε θρεονίνη. Το κ. είναι αδιάλυτο στο νερό και στους οργανικούς διαλύτες και διαλυτό σε 10% αλκαλικό διάλυμα· είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στη δράση των πρωτεολυτικών ενζύμων και διασπάται μόνο από το ένζυμο κολλαγενάση· η κολλαγενάση του βακτηρίου Clostridium histolyticum, που διασπά το κ., ευθύνεται για την πρόκληση γάγγραινας. Όταν το κ. θερμανθεί σε υδατικό διάλυμα, οι ίνες του συστέλλονται έντονα και, αν η θέρμανση παραταθεί, μετατρέπεται σε ζελατίνη (ζωική κόλλα). Εκτός από τη στηρικτική του σημασία, το κ. έχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, στην επούλωση των τραυμάτων, ενώ εμπλέκεται στη γήρανση και σε διάφορες ασθένειες, οι οποίες στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται ως συνδετικίτιδες· πολύ γνωστή συνδετικίτιδα είναι το σκορβούτο, το οποίο οφείλεται σε έλλειψη της βιταμίνης C.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κολλαγονοϊνώδης — ες (βιοχ.) αυτός που αναφέρεται σε ιστούς τών οποίων η θεμελιώδης ουσία διατρέχεται από κολλαγόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. collagenofibreux] …   Dictionary of Greek

  • κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • τροποκολλαγόνο — το, Ν (βιοχ.) βασική δομική μονάδα τής πρωτείνης, κολλαγόνο που απαντά στον συνδετικό ιστό τών ανώτερων ζώων …   Dictionary of Greek

  • υδροξυλυσίνη — η, Ν (βιοχ.) γλυκογενές αμινοξύ που απαντά στο κολλαγόνο, την κύρια δομική πρωτεΐνη τού δέρματος τών θηλαστικών και τού συνδετικού ιστού, καθώς και σε μερικές δομικές φυτικές πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxylysine] …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”